κοιτάστρια

κοιτάστρια
η
τόπος όπου κοιμούνται οι κότες, κοτέτσι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοιτάζω, με τη σημ. «έχω τη φωλιά μου, πλαγιάζω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”